- γεγενημένοι
- γίγνομαιcome into a new state of beingperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
HONORATI — in Gloss. Lat. MS. Satrapae, Iudices, Honorati vel Principes; dicti sunt, qui in honoribus aut dignitatibus constituti, vel qui dignitates gessêre, seu in urbe, seu in provinciis. Α᾿ξιωματικοὶ in vet. Gloss οἱ εν αρχαῖς γεγενημένοι, Libanio: οἱ… … Hofmann J. Lexicon universale
παρέγγραπτος — ον, ΜΑ [παρεγγράφω] 1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν. β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.) 2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και… … Dictionary of Greek
πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός … Dictionary of Greek